γογγυσμός

γογγυσμός
1112 γογγυσμός
{сущ., 4}
ропот, недовольство, жалоба.
Ссылки: Ин. 7:12; Деян. 6:1; Флп. 2:14; 1Пет. 4:9.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γογγυσμός" в других словарях:

  • γογγυσμός — murmuring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμός — ο (AM γογγυσμός) [γογγύζω] 1. βογγητό 2. παράπονο, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • γογγυσμός — ο 1. το βογκητό, ο στεναγμός: Ο γογγυσμός του ακουγόταν σε όλο το σπίτι. 2. η διαμαρτυρία, το παράπονο, η γκρίνια: Παρά τους γογγυσμούς του λαού για τις αυξήσεις των τιμών, η κατάσταση δεν άλλαξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γογγυσμοί — γογγυσμός murmuring masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμοῦ — γογγυσμός murmuring masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμούς — γογγυσμός murmuring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμῶν — γογγυσμός murmuring masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμῷ — γογγυσμός murmuring masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγυσμόν — γογγυσμός murmuring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HELLENISTAE — nonnullis dicti sunt Iudaei, per Graeciam dispersi. Cum enim Hebraei partim in Palaestina degerent, et Hebraeo textu uterentur: Partim extra Palaestinam variis in locis, Graecia inprimis, morarentur, et Septuaginta Interpretum versionem Graecam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γογγίζω — γογγισμός κ.λπ. βλ. γογγύζω, γογγυσμός κ.λπ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»